- ανεγκεφαλία
- η1) мед. анэнцефалия; 2) глупость, безмозглость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεγκεφαλία — η 1. ιατρ. εκγενετής έλλειψη εγκεφαλικών ημισφαιρίων και κρανιακού θόλου 2. μτφ. βλακεία, μωρία … Dictionary of Greek
ανεγκέφαλος — η, ο (Α ἀνεγκέφαλος, ον) αυτός που παρουσιάζει ανεγκεφαλία, που δεν έχει εγκέφαλο νεοελλ. μτφ. άμυαλος, βλάκας … Dictionary of Greek
ανεγκεφαλικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανεγκεφαλία … Dictionary of Greek